καταδείχνω

καταδείχνω
καταδείχνω, κατέδειξα βλ. πίν. 29

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”